πάμπολυς

πάμπολυς
παμπολύς
masc nom sg (attic)
παμπολύς
masc nom sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πάμπολυς — πολλη, πολη (ΑΜ πάμπολυς, πόλλη, πολυ, Α θηλ. και πάμπολλος) πάρα πολύς ως προς τον αριθμό, την ποσότητα ή το μέγεθος («πάμπολυ στράτευμα», Ξεν.) νεοελλ. (ιδίως στον πληθ.) πάμπολλοι, ες, α άπειροι στον αριθμό, απειράριθμοι, αναρίθμητοι αρχ. (το… …   Dictionary of Greek

  • πάμπολυ — παμπολύς neut nom/voc/acc sg (attic) παμπολύς masc voc sg (epic) παμπολύς neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπολύ — παμπολύς masc voc sg (epic) παμπολύς neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπόλλων — παμπολύς fem gen pl παμπολύς masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάμπολυν — παμπολύς masc acc sg (attic) παμπολύς masc acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπολλῶν — παμπολύς masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπολύν — παμπολύς masc acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπόλλαις — παμπολύς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπόλλη — παμπολύς fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπόλλην — παμπολύς fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”